επαρχικος

επαρχικος
    ἐπαρχικός
    ἐπ-αρχικός
    3
    областной, провинциальный Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επαρχικος" в других словарях:

  • επαρχικός — ἐπαρχικός, ή, όν (Α) [έπαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία») 2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπαρχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικῶν — ἐπαρχικός of fem gen pl ἐπαρχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικοῖς — ἐπαρχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικοί — ἐπαρχικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικούς — ἐπαρχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικῆς — ἐπαρχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικήν — ἐπαρχικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχικῷ — ἐπαρχικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»